- ευκταίος
- -α, -ο (ΑΜ εὐκταῑος, -α, ον)1. αυτός τον οποίο εύχεται κάποιος και επιθυμεί να γίνει, ο επιθυμητός, ο ποθητός (α. «ευκταία η συνεργασία τών κομμάτων» β. «γάμος γάρ... εὐκταῑον κακόν», Μέν.)2. αυτός τον οποίο εύχεται κάποιος να αποκτήσει («Ἅιδου... εὐκταίαν χάριν», Αισχύλ.)αρχ.1. αυτός που ανήκει σε ευχή, αυτός που γίνεται για ευχή («εὐκταῑαι ἐπῳδαί», Πλάτ.)2. (για λατρεία) αφιερωμένος, καθιερωμένος3. αυτός που τελείται κατ' ευχήν («πανηγύρεις εὐκταῑαι», Δίων Κάσσ.)4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ εὐκταῑαα) τα αναθήματα, τα αφιερώματα, τα «ταξίματα»β) οι ευχές, οι δεήσεις5. (ως επίθετο θεών) αυτός τον οποίο επικαλείται κάποιος («Θέμις εὐκταία», Ευρ.).επίρρ...εὐκταίως (ΑΜ)με τρόπο ευκταίο, κατ' ευχήν («εὐκταίως δέχεσθαί τινα», Στουδ. Θεόδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ευκτός (< εύχομαι) + κατάλ. -αιος* (πρβλ. -φευκτός > φευκταίος)].
Dictionary of Greek. 2013.